19.12.12

Abundance!

We have managed to exploit all our means but knowledge!



12.12.12

Simπlicity Πerfection




Tο κουδούνι της πόρτας ξύπνησε τον Στέφανο. Έριξε μια ματιά στο ρολόϊ πάνω στο κομοδίνο. Δέκα το πρωΐ. Αποφάσισε να μην ανοίξει, στο κάτω κάτω αν επρόκειτο για κάτι σημαντικό δεν θα μπορούσε να το αποφύγει ούτως ή άλλως. Σηκώθηκε από το κρεββάτι και με αργά βήματα πήγε στη κουζίνα. Το βλέμμα του έπεσε πάνω στο ημερολόγιο.
«Α, βέβαια παραμονή Χριστουγέννων! Έτσι εξηγείται το κουδούνι,» αναστέναξε,
«Τέλος πάντων Κυριακή σήμερα...»
Ντύθηκε γρήγορα, φόρεσε το παλτό του και βγήκε από το σπίτι.
Ο Στέφανος εργάζεται εδώ και δύο χρόνια σ΄ένα λογιστικό γραφείο στο κέντρο  της Αθήνας. Από τότε που έπιασε δουλειά, ίσως, λόγω των αρκετών υπολογισμών που έχει να κάνει καθημερινά, συχνά του ξεφεύγουν σκέψεις από το στόμα. Αρχικά, προσπάθησε να το ελέγξει, και σήμερα είναι πεπεισμένος οτί έχει θέσει την κατάσταση υπό έλεγχο. Ούτε η καλύτερη του φίλη, η Ρηνούλα, δεν του έχει αποκαλύψει οτί αυταπατάται. Παρόλο που η δουλειά και τα δύο διαμερίσματα που του άφησε ο πατέρας του, του αποφέρουν αρκετά χρήματα για να ζει άνετα, ο Στέφανος συνεχίζει να μένει στην υπόγεια γκαρσονιέρα, της οδού Υπερίωνος, που είχε νοικιάσει από τα φοιτητικά του χρόνια. Οι γείτονες τον θεωρούν τσιγκούνη, όμως ο πραγματικός λόγος είναι οτί η μικρή γκαρσονιέρα του δίνει το έναυσμα να βγαίνει έξω περισσότερο. Η Ρηνούλα τον φωνάζει χαϊδευτικά Διογένη.
Κλείδωσε τη πόρτα και πήγε ν’αγοράσει τις κυριακάτικες εφημερίδες. Ο καιρός κάθε άλλο παρά χριστουγεννιάτικος ήταν κι έτσι περπάτησε μέχρι την οδό Ανδριανού στο Θησείο. Ήδη η πολυκοσμία άρχισε να τον ενοχλεί. Μπήκε σε μια καφετέρια που μέσα δεν υπήρχαν παρά μόνο τρεις παρέες. Παρήγγειλε ένα καφέ, άναψε ένα τσιγάρο κι άρχισε να χαζεύει τους περαστικούς. Παρατηρούσε τα μάτια των παιδιών, με πόσο θαυμασμό κοιτούσαν τον μεγάλο φωτεινό Άη Βασίλη στην απέναντι γωνία και τα πολύχρωμα λαμπιόνια στα δέντρα. Θυμήθηκε όταν ήταν παιδί, παρακαλούσε τον Άγιο Βασίλη να του στείλει ένα αεροπλάνο, γιατί ονειρευόταν να γίνει πιλότος. Σκέφτηκε πως όλοι σαν παιδιά έχουμε την εντύπωση οτί είμαστε τελείως διαφορετικοί από τους άλλους. Σκέφτηκε όμως και τα λόγια του θείου του:
«Την πάτησες αν σου περάσει από το μυαλό οτί είσαι διαφορετικός».
«Τι έγκλημα!» είπε μια φωνή.
Κοίταξε δίπλα του.
«Παρακαλω;»
Ο λεπτός κύριος χαμογέλασε.
«Φαίνεται οτί δεν καταλάβατε πως σκεφτόσασταν φωναχτά. Με λένε Μίλτο».
«Χάρηκα» απάντησε ο Στέφανος ντροπαλά, «ελπίζω να μην ήταν τρομερά ενοχλητικές οι σκέψεις μου».
«Κάθε άλλο, είναι σπάνιο φαινόμενο ν’ακούς τις πραγματικές σκέψεις ενός ανθρώπου, έστω και κατά λάθος. Έχουμε φτάσει στην εποχή μας αυτό να τ’ονομάζουμε...τρέλα».
Ο Στέφανος τον κοίταξε διπλά ξαφνιασμένος.
«Παρακαλώ, μη φανταστείτε οτί είμαι εριστικός,» συνέχισε ο Μίλτος, «Φοβόμαστε να πούμε τί αισθανόμαστε πραγματικά. Κρατάμε τα πάντα μέσα μας και υποφέρουμε από δυσπεψία, όπως έλεγε κι ένας σοφός. Είναι μεγάλο το δίλημμα ξέρετε. Τί είναι προτιμότερο; Να υποφέρεις από τρέλα ή από δυσπεψία; Διότι την δυσπεψία την αντιλαμβάνεσαι, την τρέλα θα την αντιληφθούν άλλοι για σας».
Ο καλοντυμένος κύριος γέλασε τόσο δυνατά που έκανε τον Στέφανο ν’ανατριχιάσει.
«Οι σκέψεις δεν μετράνε καθόλου,» είπε, «το ουσιώδες ιδιαίτερα αυτή την εποχή είναι να είστε καλός... ευχουργός». Ξαναγέλασε δυνατότερα αυτή τη φορά. «Ειλικρινά, σκέφτομαι να μην ξανακάνω ευχές στη ζωή μου. Κάθε χρόνο ευχόμαστε αγάπη, ειρήνη και δεν ξέρω τί άλλο. Τί αλλάζει; Όλα είναι ένας φαύλος κύκλος».
Ακούγοντας αυτά ο Στέφανος, κοίταζε τους ανθρώπους στο δρόμο, τόσο χαμένους, τόσό βιαστικούς, σαν τ’αυτοκινητάκια με τα οποία έπαιζε παιδί, όταν έβρισκαν εμπόδιο άλλαζαν κατεύθυνση και ξανά μανά τα ίδια. Γύρισε προς τη λεπτή φιγούρα στο διπλανό τραπέζι και είπε:
«Νομίζω πως τα παραλέτε. Κάνουμε ευχές γιατί θέλουμε ό,τι καλύτερο για μας και τους αγαπημένους μας. Επιπλέον, είναι μια κίνηση ευγενείας».
«Αγαπητέ κύριε, εδώ και καιρό υποστηρίζω την άποψη πως οι ευχές έχουν κακή προδιάθεση. Όσες οι ευχές, τόσα και τα μειονεκτήματα του παραλήπτη. Ευχόμαστε αγάπη για όλο τον κόσμο. Δηλαδή, τί; Αναγνωρίζουμε την ανικανότητα του κόσμου ν’αγαπήσει ή να δεχθεί αγάπη; Υπάρχει μεγαλύτερη προσβολή απ’αυτό;»
Ο Στέφανος είχε μπερδευτεί τόσο, που μετά βίας κατάφερε να ψελίσει:
«Φαίνεται οτί έχετε ξεχάσει τον παράγοντα τύχη».
«Σαφώς και δεν ξεχνώ την τύχη, όμως συμβαίνει να έχουμε ξεχάσει όλα τα υπόλοιπα. Ως επί το πλείστον, οι ευχές μας τώρα είναι τα όνειρα μας τότε. Πλέον, με μια ευχή σταματάμε κάθε προσπάθεια, με μια ευχή σταματάμε ένα διάλογο που δεν θέλαμε καν ν’αρχίσουμε, με μια ευχή παύουμε να είμαστε ειλικρινείς».
Ο παράξενος κύριος λέγοντας αυτά, άναψε ένα τσιγάρο κι έμεινε σιωπηλός. Όταν τέλειωσε τον καφέ του, φόρεσε το καπέλο του, ευχαρίστησε τον Στέφανο για την παρέα και του ψιθύρησε στ’αυτί:
«Από μικρός ήθελα να γίνω φαρμακοποιός!»
Ύστερα, με αργά βήματα κινήθηκε προς την έξοδο. Τα πράσινα μάτια του άντρα που απέμεινε να καπνίζει στο τραπεζάκι δίπλα στο παράθυρο, παρατηρούσαν τη φιγούρα να περπατά το ίδιο αργά ανάμεσα στ’αυτοκινητάκια που όλο έπεφταν σ’εμπόδια.
Πέρασαν οι μήνες, ήρθε το καλοκαίρι. Ο Στέφανος συνέχιζε να μένει στο υπόγειο και να δουλεύει στο ίδιο γραφείο. Ήταν Σάββατο και σε λίγο θα περνούσε η Ρηνούλα να τον πάρει να πάνε Σούνιο. Σαν φτάσαν έβγαλε ένα τσιγάρο να καπνίσει. Απολάμβαναν τη θέα όταν η Ρηνούλα είπε χαμηλόφωνα:
«Διογενάκι, ξέρεις, μέσα στο ναό υπάρχει ένας μεγάλος βράχος. Λέγεται, οτί έχει απίστευτη ενεργειακή δύναμη. Αν τον αγγίξεις και κάνεις μια ευχή, θα πραγματοποιηθεί. Έλα, πήγαινε, θα φροντίσω να μη σε δούν οι φύλακες».
Ο Στέφανος συνέχισε ν’αγναντεύει το γυαλιστερό πέλαγος, έπιασε το χέρι της και αποκρίθηκε:
«Δεν μπορώ να σκεφτώ κάποια ευχή. Έχω ό,τι χρειάζομαι».

12.11.12

Headless Children



Όταν οι άνθρωποι έχουν χάσει την υπόσταση τους δεν ξέρουν τί θέλουν.
Ξέρουν τί έχουν όμως!Έχουν αυτό που έχουν και οι άλλοι. Κι έτσι αρχίζει ένας φαύλος κύκλος που όλοι κάτι έχουν και δεν γνωρίζουν γιατί. Είναι μια πλασαρισμένη ευτυχία και ο καθένας ξεχωριστά κάνει τα πάντα για να πείσει τον εαυτό του, οτι ξαφνικά το γενικό μπορεί να γίνει ειδικό.
Σε μια τέτοια κατάσταση, μοιάζει κατάρα η ατομική επιλογή. Ολοι πράττουν με σκοπό να δείξουν πάντα στους άλλους ότι έχουν δίκιο και ορθή κρίση.
Πότε ήταν η τελευταία φορά που έπραξες για να αποδείξεις κάτι στον εαυτό σου;
Τα πάντα είναι ένας αγώνας για να νιώσεις αποδεκτός σε έναν κύκλο ανθρώπων.
Έχεις βαρεθεί αυτή την αέναη πάλη για αποδοχή, γι αυτό αγωνίζεσαι για να γίνεις έστω και για μια φορά κριτής αυτού του κύκλου.

12.10.12

Hide 'n Run


Συνήθιζα να αγνοώ όσους λέγαν πώς η ζωή είναι ένα παιχνίδι. Πολύ κλισέ. Και αφήνεις τους άλλους να αναρωτιούνται, με διάφορα τέτοια αποφθέγματα. Η κάθε κουλτουριάρα ξεσηκώνει δυό τρείς προτάσεις απο διάσημους συγγραφείς και κοντεύει να πάθει εκατό εμφράγματα από τον ενθουσιασμό και επιπλέον οι συνάψεις παίρνουν φωτιά. Δεν θέλει πολύ, μόνο πέντε λεπτάκια γκουγκλάρισμα... και τσούπ ο στόμφος!


Αυτό που ψάχνω μου έχει φάει πολύ καιρό. Δεν ξεμπλέκεις με πέντε μόνο λεπτά. Οι „μικρές αλήθειες“ παίζουν κρυφτό μαζί μου, κι εγώ αντιθέτως τις κυνηγώ! Από την αρχή δηλαδή έγκειται το πρόβλημα. Είναι θέμα συνεννόησης και επικοινωνίας. Με βασανίζουν αρκετά τον τελευταίο καιρό. Πέρα από το γεγονός οτι έρχονται απροειδοποίητα, πρίν προλάβω να τις αντιληφθώ, φεύγουν. Είναι εξαιρετικά ενοχλητικό, όταν καίγομαι να βγάλω κάποιο νόημα, να με αφήνουν έτσι ρέστη. Κάνουν τραμπολίνο με τα νεύρα μου!



Μια αποκαλυπτική στιγμή ίσως είναι ουσιαστική και χρήσιμη για την εξέλιξη σου, μπορεί και όχι τόσο χρήσιμη αλλά και η σκέψη οτι είναι κάτι δικό σου βοηθάει, σου δίνει αίσθηση ζωής όπως και να το κάνουμε, μια ώθηση να συνεχίσεις ρε αδελφέ!
 Οπως έλεγα, κάτι χρήσιμο και ουσιαστικής σημασίας για τη διαμόρφωση της σκέψης και της αντιμετώπισης των όποιων προβλημάτων εμφανίζονται κατα καιρούς, είναι ικανό να σε κάνει έξω φρενών, μόνο και μόνο από τον τρόπο που διαλέγει να κάνει το μεγάλο ντού στην αντίληψη σου.

Γιατί έτσι; Γιατί τώρα;... Απλούστατα, γιατί αλλιώς δεν θα το θυμόσουν!